- τιμάοχος
- -ον, Α(δωρ. και επικ. τ.) βλ. τιμοῡχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιμάοχος — τῑμάοχος , τιμάοχος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμούχος — και αιολ. τ. τιμῶχος και τιμάοχος, ὁ, Α 1. αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές 2. τίτλος άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῡται», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + οῦχος* (< … Dictionary of Greek